φουντάρω

φουντάρω
Ν
1. βυθίζω πλοίο
2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι
3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ
4. μτφ. αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundare < λατ. fundo, -āre «θεμελιώνω, στερεώνω» < λατ. fundus, -i «πυθμένας, θεμέλιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φουντάρω — φουντάρω, φούνταρα και φουντάρισα, φουνταρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουντάρω — φουντάρισα και φούνταρα, φουνταρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., βυθίζω πλοίο με βίαιο τρόπο (εμβολή, σύγκρουση, ανατίναξη). 2. αμτβ., καταβυθίζομαι, καταποντίζομαι, βουλιάζω, πάω φούντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολώ — αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος, ρίχνω άγκυρα, φουντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντίζω — πόντισα, ποντίστηκα, ποντισμένος, ρίχνω στο νερό ή σε υγρό, βυθίζω, αλλ. καταποντίζω, φουντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”